- καυστικοί
- καυστικόςcapable of burningmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
πυρέκβολος — ον, ΜΑ (για λίθο) αυτός που παράγει φωτιά μσν. 1. μτφ. (για ομιλητή) αυτός τού οποίου οι λόγοι είναι φλογεροί, καυστικοί ή δηκτικοί, όπως οι σπινθήρες τής φωτιάς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρέκβολα μηχανές παραγωγής φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ… … Dictionary of Greek